- προτέρωσε
- Αεπίρρ. προς τα εμπρός («εὖτ' ἄν... Σελήνη... ἐσσυμένως προτέρωσ' ἐλάσῇ καλλίτριχας ἵππους», Ορφ. Ύμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. ἑτέρω-σε). Το -ω τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.